unashamed ‹obvious› self-interest - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

unashamed ‹obvious› self-interest - translation to ρωσικά

MOTIVATION IN HUMAN ACTION
Self interest; Self-Interest
  • An appeal to self-interest during [[World War II]].

self-interest         

[self'intrist]

существительное

общая лексика

своекорыстие

эгоизм

self-interest         
эгоизм; личная выгода; заинтересованность
self-interest         
self-interest noun своекорыстие; эгоизм

Ορισμός

self-interest
If you accuse someone of self-interest, you disapprove of them because they always want to do what is best for themselves rather than for anyone else.
Their current protests are motivated purely by self-interest.
N-UNCOUNT [disapproval]

Βικιπαίδεια

Self-interest

Self-interest generally refers to a focus on the needs or desires (interests) of one's self. Most times, actions that display self-interest are often performed without conscious knowing. A number of philosophical, psychological, and economic theories examine the role of self-interest in motivating human action. Individuals may have a self-serving bias towards their self-interest.

Μετάφραση του &#39self-interest&#39 σε Ρωσικά